ItalianoGreco


oziosàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ottsjoˈsadʤine]

1 οκνηρία
2 ραθυμία
3 μαχμουρλίκι
4 νωθρότητα
5 σπαρίλα
6 φυγοπονία
7 ραχατλίκι
8 ρεμπέλεμα
9 δυσκινησία
10 αργία
11 καθισιό
12 απραξία
13 αραλίκι
14 ακαματιά
15 ακαματοσύνη
16 σκόλη
17 τεμπελιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---