Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόovulazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ovulatˈtsjone] 1 ωοτοκία 2 ωορρηξία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |