Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ovìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈvile]

1 στρούγκα
2 στάλος
3 στάνη
4 μαντρί
5 μάντρα
6 ποιμνιοστάσιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oviforme ovino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ove (επίρ.)
ovest (ουσ αρσ )
ovest (επίθ.)
ovidotto (ουσ αρσ )
oviforme (επίθ.)
ovile (ουσ αρσ )
ovino (επίθ.)
oviparità (θηλ.ουσ)
oviparo (επίθ.)
ovocellula (θηλ.ουσ)
ovoidale (επίθ.)
ovoide (αρσ. επίθ και ουσ)
ovolaccio (ουσ αρσ )
ovolo (ουσ αρσ )
ovopositore (ουσ αρσ )
ovoviviparo (επίθ.)
ovulare (επίθ.)
ovulazione (θηλ.ουσ)
ovulo (ουσ αρσ )
ovunque (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---