Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ovidótto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ɔviˈdotto]

1 ωαγωγός
2 σάλπιγγα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ovest oviforme  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ovazione (θηλ.ουσ)
ove (σύνδ.)
ove (επίρ.)
ovest (ουσ αρσ )
ovest (επίθ.)
ovidotto (ουσ αρσ )
oviforme (επίθ.)
ovile (ουσ αρσ )
ovino (επίθ.)
oviparità (θηλ.ουσ)
oviparo (επίθ.)
ovocellula (θηλ.ουσ)
ovoidale (επίθ.)
ovoide (αρσ. επίθ και ουσ)
ovolaccio (ουσ αρσ )
ovolo (ουσ αρσ )
ovopositore (ουσ αρσ )
ovoviviparo (επίθ.)
ovulare (επίθ.)
ovulazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---