Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ovattàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ovatˈtare]

1 τυλίγω για να πνίξω ήχο
2 αδυνατίζω την δύναμη
3 κατεβάζω τους τόνους
4 φοδράρω με βάτα
5 παραγεμίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ovatta ovattato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ovariectomia (θηλ.ουσ)
ovario (ουσ αρσ )
ovarite (θηλ.ουσ)
ovato (επίθ.)
ovatta (θηλ.ουσ)
ovattare (ρ. μτβ.)
ovattato (επίθ.)
ovazione (θηλ.ουσ)
ove (σύνδ.)
ove (επίρ.)
ovest (ουσ αρσ )
ovest (επίθ.)
ovidotto (ουσ αρσ )
oviforme (επίθ.)
ovile (ουσ αρσ )
ovino (επίθ.)
oviparità (θηλ.ουσ)
oviparo (επίθ.)
ovocellula (θηλ.ουσ)
ovoidale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---