Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ovàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈvale]

1 ωοειδές σχήμα
2 πίστα αγώνων σε σχήμα οβάλ

ovàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈvale]

οβάλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ovaiolo ovalizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ouzo (ουσ αρσ )
ovaia (θηλ.ουσ)
ovaio (ουσ αρσ )
ovaiolo (ουσ αρσ )
ovaiolo (επίθ.)
ovale (ουσ αρσ )
ovale (επίθ.)
ovalizzare (ρ. μτβ.)
ovalizzato (επίθ.)
ovalizzazione (θηλ.ουσ)
ovarico (επίθ.)
ovariectomia (θηλ.ουσ)
ovario (ουσ αρσ )
ovarite (θηλ.ουσ)
ovato (επίθ.)
ovatta (θηλ.ουσ)
ovattare (ρ. μτβ.)
ovattato (επίθ.)
ovazione (θηλ.ουσ)
ove (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---