Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottusità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ottuziˈta]

1 αμβλύτητα
2 πεζότητα
3 μουντάδα
4 σκαιότητα
5 χαζομάρα
6 στόμωση
7 στόμωμα
8 αναισθησία
9 αμβλύνοια
10 αβελτηρία
11 απάθεια
12 ανία
13 κουταμάρα
14 ευήθεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottusangolo ottuso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

otturarsi (ρ.μ. (αντων.))
otturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
otturazione (θηλ.ουσ)
ottusamente (επίρ.)
ottusangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottusità (θηλ.ουσ)
ottuso (επίθ.)
output (ουσ αρσ )
ouverture (θηλ.ουσ)
ouzo (ουσ αρσ )
ovaia (θηλ.ουσ)
ovaio (ουσ αρσ )
ovaiolo (ουσ αρσ )
ovaiolo (επίθ.)
ovale (ουσ αρσ )
ovale (επίθ.)
ovalizzare (ρ. μτβ.)
ovalizzato (επίθ.)
ovalizzazione (θηλ.ουσ)
ovarico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---