Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


otturatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [otturaˈtore]

1 φωτοφράχτης
2 παντζούρι
3 κλείστρο
4 κλείστρο οπισθογεμούς όπλου
5 πώμα
6 επίπωμα
7 βούλωμα
8 τάπα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  otturarsi otturazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottuplo (ουσ αρσ )
ottuplo (επίθ.)
otturamento (ουσ αρσ )
otturare (ρ. μτβ.)
otturarsi (ρ.μ. (αντων.))
otturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
otturazione (θηλ.ουσ)
ottusamente (επίρ.)
ottusangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottusità (θηλ.ουσ)
ottuso (επίθ.)
output (ουσ αρσ )
ouverture (θηλ.ουσ)
ouzo (ουσ αρσ )
ovaia (θηλ.ουσ)
ovaio (ουσ αρσ )
ovaiolo (ουσ αρσ )
ovaiolo (επίθ.)
ovale (ουσ αρσ )
ovale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---