Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


otturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ottuˈrare]

1 (tubo) βουλώνω
2 (falla) κλείνω
3 (dente) σφραγίζω

otturarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ottuˈrarsi]

1 παρεμποδίζομαι
2 κλείνομαι
3 φράζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  otturamento otturatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottundimento (ουσ αρσ )
ottuplicare (ρ. μτβ.)
ottuplo (ουσ αρσ )
ottuplo (επίθ.)
otturamento (ουσ αρσ )
otturare (ρ. μτβ.)
otturarsi (ρ.μ. (αντων.))
otturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
otturazione (θηλ.ουσ)
ottusamente (επίρ.)
ottusangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottusità (θηλ.ουσ)
ottuso (επίθ.)
output (ουσ αρσ )
ouverture (θηλ.ουσ)
ouzo (ουσ αρσ )
ovaia (θηλ.ουσ)
ovaio (ουσ αρσ )
ovaiolo (ουσ αρσ )
ovaiolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---