ItalianoGreco


otturaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [otturaˈmento]

1 σφράγισμα
2 στούπωμα
3 εμβολή
4 τάπωμα
5 έμφραξη
6 φράξιμο
7 κλείσιμο
8 βούλωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z