Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottùndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [otˈtundere]

1 εξασθενίζω την βία
2 στρογγυλεύω τα άκρα
3 στομώνω
4 αμβλύνω την κόψη
5 κάνω κάτι λιγότερο κοφτερό

ottundersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [otˈtundersi]

αμβλύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottuagenario ottundimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottonatura (θηλ.ουσ)
ottone (ουσ αρσ )
ottopode (ουσ αρσ )
ottriato (επίθ.)
ottuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottundere (ρ. μτβ.)
ottundersi (ρ.μ. (αντων.))
ottundimento (ουσ αρσ )
ottuplicare (ρ. μτβ.)
ottuplo (ουσ αρσ )
ottuplo (επίθ.)
otturamento (ουσ αρσ )
otturare (ρ. μτβ.)
otturarsi (ρ.μ. (αντων.))
otturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
otturazione (θηλ.ουσ)
ottusamente (επίρ.)
ottusangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottusità (θηλ.ουσ)
ottuso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---