Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòttuplo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔttuplo] οκτάκις òttuplo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈɔttuplo] οκταπλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |