Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottusaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ottuzaˈmente]

1 αναίσθητα
2 στομωμένα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  otturazione ottusangolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

otturamento (ουσ αρσ )
otturare (ρ. μτβ.)
otturarsi (ρ.μ. (αντων.))
otturatore (αρσ. επίθ και ουσ)
otturazione (θηλ.ουσ)
ottusamente (επίρ.)
ottusangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottusità (θηλ.ουσ)
ottuso (επίθ.)
output (ουσ αρσ )
ouverture (θηλ.ουσ)
ouzo (ουσ αρσ )
ovaia (θηλ.ουσ)
ovaio (ουσ αρσ )
ovaiolo (ουσ αρσ )
ovaiolo (επίθ.)
ovale (ουσ αρσ )
ovale (επίθ.)
ovalizzare (ρ. μτβ.)
ovalizzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---