Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottonatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ottonaˈtura]

Επιχάλκωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottonario ottone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottomillesimo (ουσ αρσ )
ottonaio (ουσ αρσ )
ottoname (ουσ αρσ )
ottonare (ρ. μτβ.)
ottonario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottonatura (θηλ.ουσ)
ottone (ουσ αρσ )
ottopode (ουσ αρσ )
ottriato (επίθ.)
ottuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottundere (ρ. μτβ.)
ottundersi (ρ.μ. (αντων.))
ottundimento (ουσ αρσ )
ottuplicare (ρ. μτβ.)
ottuplo (ουσ αρσ )
ottuplo (επίθ.)
otturamento (ουσ αρσ )
otturare (ρ. μτβ.)
otturarsi (ρ.μ. (αντων.))
otturatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---