Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottonàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ottoˈnajo]

1 χαλκιάς
2 χαλκεύς
3 χαλκουργός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottomillesimo ottoname  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottocento (επίθ.)
ottomana (θηλ.ουσ)
ottomano (ουσ αρσ )
ottomano (επίθ.)
ottomillesimo (ουσ αρσ )
ottonaio (ουσ αρσ )
ottoname (ουσ αρσ )
ottonare (ρ. μτβ.)
ottonario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottonatura (θηλ.ουσ)
ottone (ουσ αρσ )
ottopode (ουσ αρσ )
ottriato (επίθ.)
ottuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottundere (ρ. μτβ.)
ottundersi (ρ.μ. (αντων.))
ottundimento (ουσ αρσ )
ottuplicare (ρ. μτβ.)
ottuplo (ουσ αρσ )
ottuplo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---