Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόottonàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ottoˈnajo] 1 χαλκιάς 2 χαλκεύς 3 χαλκουργός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |