Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottomàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ottoˈmano]

Οθωμανός

ottomàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ottoˈmano]

1 οσμανικός
2 τούρκικος
3 οθωμανικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottomana ottomillesimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottocentista (επίθ.)
ottocentistico (επίθ.)
Ottocento (ουσ αρσ )
ottocento (επίθ.)
ottomana (θηλ.ουσ)
ottomano (ουσ αρσ )
ottomano (επίθ.)
ottomillesimo (ουσ αρσ )
ottonaio (ουσ αρσ )
ottoname (ουσ αρσ )
ottonare (ρ. μτβ.)
ottonario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottonatura (θηλ.ουσ)
ottone (ουσ αρσ )
ottopode (ουσ αρσ )
ottriato (επίθ.)
ottuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottundere (ρ. μτβ.)
ottundersi (ρ.μ. (αντων.))
ottundimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---