Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόottomàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ottoˈmano] Οθωμανός ottomàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ottoˈmano] 1 οσμανικός 2 τούρκικος 3 οθωμανικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |