Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottomàna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ottoˈmana]

1 μακρύς καναπές
2 καναπές
3 σοφάς
4 καρεκλάκι χωρίς πλάτη
5 μαξιλαράκι για τα πόδια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottocento ottomano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottocentista (ουσ αρσ και θηλ.)
ottocentista (επίθ.)
ottocentistico (επίθ.)
Ottocento (ουσ αρσ )
ottocento (επίθ.)
ottomana (θηλ.ουσ)
ottomano (ουσ αρσ )
ottomano (επίθ.)
ottomillesimo (ουσ αρσ )
ottonaio (ουσ αρσ )
ottoname (ουσ αρσ )
ottonare (ρ. μτβ.)
ottonario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottonatura (θηλ.ουσ)
ottone (ουσ αρσ )
ottopode (ουσ αρσ )
ottriato (επίθ.)
ottuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottundere (ρ. μτβ.)
ottundersi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---