Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ottocènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ottoˈʧɛnto]

(secolo) ο δέκατος ένατος αιώνας

ottocènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ottoˈʧɛnto]

οχτακόσια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ottocentistico ottomana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottocentesco (επίθ.)
ottocentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
ottocentista (ουσ αρσ και θηλ.)
ottocentista (επίθ.)
ottocentistico (επίθ.)
Ottocento (ουσ αρσ )
ottocento (επίθ.)
ottomana (θηλ.ουσ)
ottomano (ουσ αρσ )
ottomano (επίθ.)
ottomillesimo (ουσ αρσ )
ottonaio (ουσ αρσ )
ottoname (ουσ αρσ )
ottonare (ρ. μτβ.)
ottonario (αρσ. επίθ και ουσ)
ottonatura (θηλ.ουσ)
ottone (ουσ αρσ )
ottopode (ουσ αρσ )
ottriato (επίθ.)
ottuagenario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---