Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ontologìsmo (ουσ αρσ ) operabilità (θηλ.ουσ)
ontologìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) operàia (θηλ.ουσ)
ONU (ακρ.) operàio (ουσ αρσ )
onùsto (επίθ.) operàio (επίθ.)
ooblàsto (ουσ αρσ ) operaìsmo (ουσ αρσ )
oocìta (ουσ αρσ ) operaìstico (επίθ.)
oogènesi (θηλ.ουσ) operàndo (ουσ αρσ )
oogònio (ουσ αρσ ) operànte (επίθ.)
oolìte (θηλ.ουσ) operàre (ρ.αμτβ.)
oolìtico (επίθ.) operàre (ρ. μτβ.)
oosfèra (θηλ.ουσ) operarsi (ρ.μ. (αντων.))
oospòra, oòspora (θηλ.ουσ) operatività (θηλ.ουσ)
opacità (θηλ.ουσ) operatìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
opacizzàre (ρ. μτβ.) operàto (ουσ αρσ )
opacizzarsi (ρ.μ. (αντων.)) operàto (επίθ.)
opacizzazióne (θηλ.ουσ) operatóre (ουσ αρσ )
opàco (επίθ.) operatóre (επίθ.)
opàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) operatòrio (επίθ.)
opalescènte (επίθ.) operazionàle (επίθ.)
opalescènza (θηλ.ουσ) operazióne (θηλ.ουσ)
opalìna (θηλ.ουσ) opercolàto (αρσ. επίθ και ουσ)
opalìno (αρσ. επίθ και ουσ) opèrcolo (ουσ αρσ )
op–art (θηλ.ουσ) operétta (θηλ.ουσ)
òpera (θηλ.ουσ) operettìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
operàbile (επίθ.) operettìstico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: