Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opacizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [opaʧidˈdzare]

1 κάνω κάτι αδιαφανές
2 προκαλώ αδιαφάνεια

opacizzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [opaʧidˈdzarsi]

γίνομαι αδιαφανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opacità opacizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oolite (θηλ.ουσ)
oolitico (επίθ.)
oosfera (θηλ.ουσ)
oospora (θηλ.ουσ)
opacità (θηλ.ουσ)
opacizzare (ρ. μτβ.)
opacizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
opacizzazione (θηλ.ουσ)
opaco (επίθ.)
opale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opalescente (επίθ.)
opalescenza (θηλ.ουσ)
opalina (θηλ.ουσ)
opalino (αρσ. επίθ και ουσ)
op–art (θηλ.ουσ)
opera (θηλ.ουσ)
operabile (επίθ.)
operabilità (θηλ.ουσ)
operaia (θηλ.ουσ)
operaio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---