Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόopacizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [opaʧidˈdzare] 1 κάνω κάτι αδιαφανές 2 προκαλώ αδιαφάνεια opacizzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [opaʧidˈdzarsi] γίνομαι αδιαφανής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |