Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opalìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [opaˈlina]

1 χαρτί που ιριδίζει
2 αδιαφανές γαλακτώδες τζάμι
3 γυαλί σαν οπάλιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opalescenza opalino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opacizzazione (θηλ.ουσ)
opaco (επίθ.)
opale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opalescente (επίθ.)
opalescenza (θηλ.ουσ)
opalina (θηλ.ουσ)
opalino (αρσ. επίθ και ουσ)
op–art (θηλ.ουσ)
opera (θηλ.ουσ)
operabile (επίθ.)
operabilità (θηλ.ουσ)
operaia (θηλ.ουσ)
operaio (ουσ αρσ )
operaio (επίθ.)
operaismo (ουσ αρσ )
operaistico (επίθ.)
operando (ουσ αρσ )
operante (επίθ.)
operare (ρ.αμτβ.)
operare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---