Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


op–art  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ɔpˈart]

1 οπτική τέχνη
2 οπ αρτ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opalino opera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opalescente (επίθ.)
opalescenza (θηλ.ουσ)
opalina (θηλ.ουσ)
opalino (αρσ. επίθ και ουσ)
op–art (θηλ.ουσ)
opera (θηλ.ουσ)
operabile (επίθ.)
operabilità (θηλ.ουσ)
operaia (θηλ.ουσ)
operaio (ουσ αρσ )
operaio (επίθ.)
operaismo (ουσ αρσ )
operaistico (επίθ.)
operando (ουσ αρσ )
operante (επίθ.)
operare (ρ.αμτβ.)
operare (ρ. μτβ.)
operarsi (ρ.μ. (αντων.))
operatività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---