Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoperàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [opeˈrare] 1 ενεργώ 2 δουλεύω 3 εργάζομαι 4 χειρίζομαι 5 χειρουργούμαι 6 γίνομαι λειτουργικός 7 λειτουργώ 8 γίνομαι αποτελεσματικός operàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [opeˈrare] medicina χειρουργώ operarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [opeˈrarsi] medicina χειρουργούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |