Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opèrcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈpɛrkolo]

1 επίπωμα
2 κάλυμμα
3 βλέφαρο
4 κάλυμμα βραγχίων ψαριού
5 καπάκι σπόρων
6 προεξοχή σε σώμα σαν καπάκι
7 καλύπτρα
8 πώμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opercolato operetta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

operatore (επίθ.)
operatorio (επίθ.)
operazionale (επίθ.)
operazione (θηλ.ουσ)
opercolato (αρσ. επίθ και ουσ)
opercolo (ουσ αρσ )
operetta (θηλ.ουσ)
operettista (ουσ αρσ και θηλ.)
operettistico (επίθ.)
operista (ουσ αρσ και θηλ.)
operistico (επίθ.)
operosamente (επίρ.)
operosità (θηλ.ουσ)
operoso (επίθ.)
opificio (ουσ αρσ )
opimo (επίθ.)
opinabile (αρσ. επίθ και ουσ)
opinare (ρ. μτβ.)
opinione (θηλ.ουσ)
opistotono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---