Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


operétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [opeˈretta]

1 μελοδραμάτιον
2 κωμειδύλλιο
3 οπερέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opercolo operettista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

operatorio (επίθ.)
operazionale (επίθ.)
operazione (θηλ.ουσ)
opercolato (αρσ. επίθ και ουσ)
opercolo (ουσ αρσ )
operetta (θηλ.ουσ)
operettista (ουσ αρσ και θηλ.)
operettistico (επίθ.)
operista (ουσ αρσ και θηλ.)
operistico (επίθ.)
operosamente (επίρ.)
operosità (θηλ.ουσ)
operoso (επίθ.)
opificio (ουσ αρσ )
opimo (επίθ.)
opinabile (αρσ. επίθ και ουσ)
opinare (ρ. μτβ.)
opinione (θηλ.ουσ)
opistotono (ουσ αρσ )
opla, oplà (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---