Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


operettìstico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [operettisˈtiko]

1 οπερετικός
2 ανόητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  operettista operista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

operazione (θηλ.ουσ)
opercolato (αρσ. επίθ και ουσ)
opercolo (ουσ αρσ )
operetta (θηλ.ουσ)
operettista (ουσ αρσ και θηλ.)
operettistico (επίθ.)
operista (ουσ αρσ και θηλ.)
operistico (επίθ.)
operosamente (επίρ.)
operosità (θηλ.ουσ)
operoso (επίθ.)
opificio (ουσ αρσ )
opimo (επίθ.)
opinabile (αρσ. επίθ και ουσ)
opinare (ρ. μτβ.)
opinione (θηλ.ουσ)
opistotono (ουσ αρσ )
opla, oplà (επιφ.)
oplita (ουσ αρσ )
oplite (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---