Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


operóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [opeˈroso], [opeˈrozo]

1 δραστήριος
2 αεικίνητος
3 ενεργός
4 φιλόπονος
5 χαλκέντερος
6 επιμελής
7 ενεργητικός
8 πολύμοχθος
9 επίμοχθος
10 κοπιαστικός
11 κοπιώδης
12 εργατικός
13 εργώδης
14 δύσκολος
15 επίπονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  operosità opificio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

operettistico (επίθ.)
operista (ουσ αρσ και θηλ.)
operistico (επίθ.)
operosamente (επίρ.)
operosità (θηλ.ουσ)
operoso (επίθ.)
opificio (ουσ αρσ )
opimo (επίθ.)
opinabile (αρσ. επίθ και ουσ)
opinare (ρ. μτβ.)
opinione (θηλ.ουσ)
opistotono (ουσ αρσ )
opla, oplà (επιφ.)
oplita (ουσ αρσ )
oplite (ουσ αρσ )
opoponaco (ουσ αρσ )
opossum (ουσ αρσ )
opoterapia (θηλ.ουσ)
oppiaceo (επίθ.)
oppiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---