Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oppiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [opˈpjare]

χορηγώ ναρκωτικό (χασίς)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oppiaceo oppiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oplite (ουσ αρσ )
opoponaco (ουσ αρσ )
opossum (ουσ αρσ )
opoterapia (θηλ.ουσ)
oppiaceo (επίθ.)
oppiare (ρ. μτβ.)
oppiato (ουσ αρσ )
oppiato (επίθ.)
oppio (ουσ αρσ )
oppiomane (ουσ αρσ και θηλ.)
oppiomane (επίθ.)
oppiomania (θηλ.ουσ)
opponente (ουσ αρσ και θηλ.)
opponente (επίθ.)
opponibile (επίθ.)
opporre (ρ. μτβ.)
opporsi (ρ. μ. αμτβ.)
opportunamente (επίρ.)
opportunismo (ουσ αρσ )
opportunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---