Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòppio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔppjo] 1 χασίς 2 όπιο 3 μήκων η υπνοφόρος 4 αφιόνι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |