Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oppiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [opˈpjato]

1 χασίκλας
2 ναρκωτικό
3 μαστουρωμένος
4 χασισοπότης
5 χασικλής

oppiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [opˈpjato]

μαστουρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oppiare oppio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opoponaco (ουσ αρσ )
opossum (ουσ αρσ )
opoterapia (θηλ.ουσ)
oppiaceo (επίθ.)
oppiare (ρ. μτβ.)
oppiato (ουσ αρσ )
oppiato (επίθ.)
oppio (ουσ αρσ )
oppiomane (ουσ αρσ και θηλ.)
oppiomane (επίθ.)
oppiomania (θηλ.ουσ)
opponente (ουσ αρσ και θηλ.)
opponente (επίθ.)
opponibile (επίθ.)
opporre (ρ. μτβ.)
opporsi (ρ. μ. αμτβ.)
opportunamente (επίρ.)
opportunismo (ουσ αρσ )
opportunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opportunistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---