ItalianoGreco


oppiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [opˈpjato]

1 χασίκλας
2 ναρκωτικό
3 μαστουρωμένος
4 χασισοπότης
5 χασικλής

oppiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [opˈpjato]

μαστουρωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---