Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oppiòmane  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [opˈpjɔmane]

1 χασικλής
2 χασίκλας
3 χασισοπότης
4 οπιομανής

oppiòmane  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [opˈpjɔmane]

ο των οπιομανών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oppio oppiomania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oppiaceo (επίθ.)
oppiare (ρ. μτβ.)
oppiato (ουσ αρσ )
oppiato (επίθ.)
oppio (ουσ αρσ )
oppiomane (ουσ αρσ και θηλ.)
oppiomane (επίθ.)
oppiomania (θηλ.ουσ)
opponente (ουσ αρσ και θηλ.)
opponente (επίθ.)
opponibile (επίθ.)
opporre (ρ. μτβ.)
opporsi (ρ. μ. αμτβ.)
opportunamente (επίρ.)
opportunismo (ουσ αρσ )
opportunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opportunistico (επίθ.)
opportunità (θηλ.ουσ)
opportuno (επίθ.)
oppositore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---