Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opportunìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [opportuˈnizmo]

1 καιροσκοπία
2 οπορτουνισμός
3 καιροσκοπισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opportunamente opportunista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opponente (επίθ.)
opponibile (επίθ.)
opporre (ρ. μτβ.)
opporsi (ρ. μ. αμτβ.)
opportunamente (επίρ.)
opportunismo (ουσ αρσ )
opportunista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opportunistico (επίθ.)
opportunità (θηλ.ουσ)
opportuno (επίθ.)
oppositore (ουσ αρσ )
opposizione (θηλ.ουσ)
opposto (ουσ αρσ )
opposto (επίθ.)
oppressione (θηλ.ουσ)
oppressivo (επίθ.)
oppresso (ουσ αρσ )
oppresso (επίθ.)
oppressore (ουσ αρσ )
oppressore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---