Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oppressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oppresˈsjone]

1 αποθάρρυνση
2 υπερφόρτωση
3 σύνθλιψη
4 κατάπτωση
5 κατάθλιψη
6 καταπίεση
7 ύφεση οικονομική
8 δυσκολία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opposto oppressivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opportuno (επίθ.)
oppositore (ουσ αρσ )
opposizione (θηλ.ουσ)
opposto (ουσ αρσ )
opposto (επίθ.)
oppressione (θηλ.ουσ)
oppressivo (επίθ.)
oppresso (ουσ αρσ )
oppresso (επίθ.)
oppressore (ουσ αρσ )
oppressore (επίθ.)
opprimente (επίθ.)
opprimere (ρ. μτβ.)
oppugnabile (επίθ.)
oppugnare (ρ. μτβ.)
oppugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oppugnazione (θηλ.ουσ)
oppure (σύνδ.)
opra (θηλ.ουσ)
oprare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---