Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


opprìmere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [opˈprimere]

1 κατατυραννώ
2 δυναστεύω
3 βασανίζω
4 καταπιέζω
5 καταδυναστεύω
6 κατασυντρίβω
7 κατατροπώνω
8 εκμηδενίζω
9 καταστρέφω
10 κατατσακίζω
11 τσακίζω
12 συνθλίβω
13 καταβάλλω
14 συντρίβω
15 παιδεύω
16 πιλατεύω
17 τυραννώ
18 κατατρύχω
19 εξουθενώνω
20 πτοώ
21 ταλανίζω
22 ταλαιπωρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  opprimente oppugnabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oppresso (ουσ αρσ )
oppresso (επίθ.)
oppressore (ουσ αρσ )
oppressore (επίθ.)
opprimente (επίθ.)
opprimere (ρ. μτβ.)
oppugnabile (επίθ.)
oppugnare (ρ. μτβ.)
oppugnatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oppugnazione (θηλ.ουσ)
oppure (σύνδ.)
opra (θηλ.ουσ)
oprare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
opsonina (θηλ.ουσ)
optare (ρ.αμτβ.)
optimum (ουσ αρσ )
optional (ουσ αρσ )
optogramma (ουσ αρσ )
optometria (θηλ.ουσ)
optometrista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---