Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


optometrìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [optomeˈtria]

1 οπτικομετρία
2 οπτομετρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  optogramma optometrista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opsonina (θηλ.ουσ)
optare (ρ.αμτβ.)
optimum (ουσ αρσ )
optional (ουσ αρσ )
optogramma (ουσ αρσ )
optometria (θηλ.ουσ)
optometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
optometro (ουσ αρσ )
opulento (επίθ.)
opulenza (θηλ.ουσ)
opunzia (θηλ.ουσ)
opuscolo (ουσ αρσ )
opzionale (επίθ.)
opzione (θηλ.ουσ)
or (επίρ.)
ora (θηλ.ουσ)
ora (επίρ.)
oracoleggiare (ρ.αμτβ.)
oracolista (ουσ αρσ και θηλ.)
oracolistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---