Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόóra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈora] η ώρα óra επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈora] τώρα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαalla buon'ora! = στο καλό! || d'ora in poi = από δω κι εμπρός | από τώρα και στο εξής | από τώρα και μετά || ora [θηλ.] di cena = η ώρα δείπνου || ora [θηλ.] di pranzo = η ώρα γεύματος || ora [θηλ.] di punta = η ώρα αιχμής || ora [θηλ.] legale = η θερινή ώρα || ora [θηλ.] locale = η τοπική ώρα || ore [θηλ. πλυθ.] di punta = οι ώρες [f.] αιχμής Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |