Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόOrangismo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oranˈʤizmo] προτεσταντισμός στη βόρεια Ιρλανδία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |