Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oràngo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈrango]

ουραγκουτάγκος Pongo pygmaeus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orangista orangutan  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oralità (θηλ.ουσ)
oralmente (επίρ.)
oramai (επίρ.)
Orangismo (ουσ αρσ )
orangista (ουσ αρσ και θηλ.)
orango (ουσ αρσ )
orangutan (ουσ αρσ )
orangutano (ουσ αρσ )
orante (ουσ αρσ )
orante (επίθ.)
orare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
orario (ουσ αρσ )
orario (επίθ.)
orata (θηλ.ουσ)
oratore (ουσ αρσ )
oratoria (θηλ.ουσ)
oratoriale (επίθ.)
oratorio (ουσ αρσ )
oratorio (επίθ.)
oraziano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---