Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oratòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oraˈtɔrja]

1 παρεκκλήσι
2 μέρος προσευχής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oratore oratoriale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
orario (ουσ αρσ )
orario (επίθ.)
orata (θηλ.ουσ)
oratore (ουσ αρσ )
oratoria (θηλ.ουσ)
oratoriale (επίθ.)
oratorio (ουσ αρσ )
oratorio (επίθ.)
oraziano (επίθ.)
Orazio (κύρ.όν. αρσ.)
orazione (θηλ.ουσ)
orbace (ουσ αρσ )
orbare (ρ. μτβ.)
orbe (ουσ αρσ )
orbene (σύνδ.)
orbettino (ουσ αρσ )
orbicolare (ουσ αρσ )
orbicolare (επίθ.)
orbicolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---