Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorbicolàre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [orbikoˈlare] 1 σφιγκτήρας μυς των βλεφάρων 2 σφιγκτήρας μυς του στόματος orbicolàre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [orbikoˈlare] 1 σφαιρικός 2 κυκλοτερής 3 κυκλικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |