Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòrbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrbo] τυφλός άνθρωπος òrbo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈɔrbo] 1 τυφλός 2 αποστερημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |