Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orbitàle  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [orbiˈtale]

τροχιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orbita orbitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orbettino (ουσ αρσ )
orbicolare (ουσ αρσ )
orbicolare (επίθ.)
orbicolato (επίθ.)
orbita (θηλ.ουσ)
orbitale (αρσ. επίθ και ουσ)
orbitare (ρ.αμτβ.)
orbo (ουσ αρσ )
orbo (επίθ.)
orca (θηλ.ουσ)
Orcadi (κύρ.όν.θηλ. πληθ.)
orchessa (θηλ.ουσ)
orchestica (θηλ.ουσ)
orchestico (επίθ.)
orchestra (θηλ.ουσ)
orchestrale (ουσ αρσ και θηλ.)
orchestrale (επίθ.)
orchestrare (ρ. μτβ.)
orchestrazione (θηλ.ουσ)
orchestrina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---