Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orchèstica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [orˈkɛstika]

ορχηστική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orchessa orchestico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orbo (ουσ αρσ )
orbo (επίθ.)
orca (θηλ.ουσ)
Orcadi (κύρ.όν.θηλ. πληθ.)
orchessa (θηλ.ουσ)
orchestica (θηλ.ουσ)
orchestico (επίθ.)
orchestra (θηλ.ουσ)
orchestrale (ουσ αρσ και θηλ.)
orchestrale (επίθ.)
orchestrare (ρ. μτβ.)
orchestrazione (θηλ.ουσ)
orchestrina (θηλ.ουσ)
orchidacee (θηλ. ουσ πληθ.)
orchidaceo (επίθ.)
orchidea (θηλ.ουσ)
orchiectomia (θηλ.ουσ)
orchite (θηλ.ουσ)
orciaio (ουσ αρσ )
orcio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---