Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


orazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [oratˈtsjone]

1 ομιλία
2 παράκληση
3 δημηγορία
4 λόγος
5 δέηση
6 προσευχή
7 ικεσία
8 ευχή (εκκλησιαστική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Orazio orbace  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oratoriale (επίθ.)
oratorio (ουσ αρσ )
oratorio (επίθ.)
oraziano (επίθ.)
Orazio (κύρ.όν. αρσ.)
orazione (θηλ.ουσ)
orbace (ουσ αρσ )
orbare (ρ. μτβ.)
orbe (ουσ αρσ )
orbene (σύνδ.)
orbettino (ουσ αρσ )
orbicolare (ουσ αρσ )
orbicolare (επίθ.)
orbicolato (επίθ.)
orbita (θηλ.ουσ)
orbitale (αρσ. επίθ και ουσ)
orbitare (ρ.αμτβ.)
orbo (ουσ αρσ )
orbo (επίθ.)
orca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---