ItalianoGreco


oratòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oraˈtɔrjo]

1 μέρος προσευχής
2 παρεκκλήσι
3 ορατόριο
4 χορωδιακό έργο χωρίς δράση

oratòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oraˈtɔrjo]

ρητορικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---