Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oratòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oraˈtɔrjo]

1 μέρος προσευχής
2 παρεκκλήσι
3 ορατόριο
4 χορωδιακό έργο χωρίς δράση

oratòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oraˈtɔrjo]

ρητορικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oratoriale oraziano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orario (επίθ.)
orata (θηλ.ουσ)
oratore (ουσ αρσ )
oratoria (θηλ.ουσ)
oratoriale (επίθ.)
oratorio (ουσ αρσ )
oratorio (επίθ.)
oraziano (επίθ.)
Orazio (κύρ.όν. αρσ.)
orazione (θηλ.ουσ)
orbace (ουσ αρσ )
orbare (ρ. μτβ.)
orbe (ουσ αρσ )
orbene (σύνδ.)
orbettino (ουσ αρσ )
orbicolare (ουσ αρσ )
orbicolare (επίθ.)
orbicolato (επίθ.)
orbita (θηλ.ουσ)
orbitale (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---