Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoratóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oraˈtore] 1 ομιλητής 2 αγορητής 3 ρήτορας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |