Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόorànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈrante] προσευχόμενος orànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oˈrante] 1 ο της προσευχής 2 προσευχητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |