Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oramài  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [oraˈmaj]

1 αυτή τη στιγμή
2 μόλις
3 παρά λίγο
4 ήδη
5 κιόλα
6 τώρα
7 κιόλας
8 σχεδόν
9 τώρα πια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oralmente Orangismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

orafo (επίθ.)
orale (ουσ αρσ )
orale (επίθ.)
oralità (θηλ.ουσ)
oralmente (επίρ.)
oramai (επίρ.)
Orangismo (ουσ αρσ )
orangista (ουσ αρσ και θηλ.)
orango (ουσ αρσ )
orangutan (ουσ αρσ )
orangutano (ουσ αρσ )
orante (ουσ αρσ )
orante (επίθ.)
orare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
orario (ουσ αρσ )
orario (επίθ.)
orata (θηλ.ουσ)
oratore (ουσ αρσ )
oratoria (θηλ.ουσ)
oratoriale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---