Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoràle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈrale] προφορική εξέταση oràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oˈrale] (a voce) προφορικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |