Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oràle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈrale]

προφορική εξέταση

oràle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈrale]

(a voce) προφορικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  orafo oralità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oracolista (ουσ αρσ και θηλ.)
oracolistico (επίθ.)
oracolo (ουσ αρσ )
orafo (ουσ αρσ )
orafo (επίθ.)
orale (ουσ αρσ )
orale (επίθ.)
oralità (θηλ.ουσ)
oralmente (επίρ.)
oramai (επίρ.)
Orangismo (ουσ αρσ )
orangista (ουσ αρσ και θηλ.)
orango (ουσ αρσ )
orangutan (ουσ αρσ )
orangutano (ουσ αρσ )
orante (ουσ αρσ )
orante (επίθ.)
orare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
orario (ουσ αρσ )
orario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---