Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoràcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈrakolo] 1 προμάντεμα 2 προφητεία 3 μάντεμα 4 χρησμοδοσία 5 χρησμοδότημα 6 μαντείο 7 αυθεντία 8 χρησμός 9 πρόρρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |